Αγίου Ιωάννη Θεολόγου, μονή
- Αγίου Ιωάννη Θεολόγου, μονή
- Ονομασία επτά μοναστηριών.
1. Γυναικείο μοναστήρι στον Χολαργό του νομού Αττικής. Εξαρτάται από την αρχιεπισκοπή. Ιδρύθηκε το 1971.
2. Γυναικείο μοναστήρι στην Πετρούπολη του νομού Αττικής. Εξαρτάται από την Εκκλησία των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών (παλαιοημερολογίτες). Ιδρύθηκε το 1949. Στο μοναστήρι λειτουργούν εργαστήρια αγιογραφίας, πλεκτικής και κεντημάτων.
3. Γυναικείο μοναστήρι 14 χλμ. από τη Θήβα, κοντά στο χωριό Βάγια. Λέγεται και Μαζαράκι. Εξαρτάται από τη μητρόπολη Θηβών και Λεβαδείας. Το καθολικό του χτίστηκε το 1833.
4. Ανδρικό μοναστήρι κοντά στις Θερμοπύλες. Εξαρτάται από την Εκκλησία των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών (παλαιοημερολοίτες). Ιδρύθηκε το 1950.
5. Μοναστήρι στην Πάτμο.
6. Ανδρικό μοναστήρι στα Α της Ανώπολης στην πρώην επαρχία Πεδιάδας του νομού Ηρακλείου. Εξαρτάται από την αρχιεπισκοπή Κρήτης. Το μοναστήρι γνώρισε πολλές καταστροφές στην επανάσταση του 1866-69 και ανακαινίστηκε.
7. Μοναστήρι στη Λέσβο, γνωστό κυρίως ως μονή Υψηλού.
Μοναστήρια με το όνομα του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου υπάρχουν αρκετά και στη Δύση. Ο πίνακας αυτός του αγίου, έργο του 15ου αι., βρίσκεται σε ιταλικό μοναστήρι.
Dictionary of Greek.
2013.
Look at other dictionaries:
μοναστήρι ή μονή — Συγκρότημα κτιρίων διατεταγμένων γύρω από έναν ναό και προορισμένων να εξυπηρετήσουν τη διαμονή και τη διαβίωση των μοναχών. Τα μ. εμφανίζονται από τους πρώτους ήδη αιώνες του χριστιανισμού· αναφέρονται συγκεντρώσεις μοναχών, ασκητών ή αναχωρητών … Dictionary of Greek
Δωδεκάνησα — Νησιωτικό σύμπλεγμα και νομός (2.663 τ. χλμ., 190.071 κάτ.) της περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου, με πρωτεύουσα τη Ρόδο. Βρίσκονται στο νοτιοανατολικό τμήμα του Αιγαίου πελάγους. Εκτείνονται Ν της Σάμου και της Ικαρίας έως το Λιβυκό πέλαγος και Α των… … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
Πάτμος — Νησί του δωδεκανησιακού συμπλέγματος, στο οποίο αναπτύχθηκε ένα από τα σπουδαιότερα μοναστικά κέντρα της Ανατολής και όπου εξορίστηκε ο Ιωάννης ο Θεολόγος, ο οποίος, σύμφωνα με την παράδοση, εκεί έγραψε την Αποκάλυψη και το Ευαγγέλιό του.… … Dictionary of Greek
Άγιον Όρος ή Άθως — Πολιτεία μοναχών (2.262 κάτ.) που άνθησε ιδιαίτερα στους βυζαντινούς χρόνους. Το Ά.Ό. είναι βουνό με άφθονα δάση (2.033 μ.), στη νότια άκρη της ανατολικής χερσονήσου της Χαλκιδικής, από το οποίο ονομάστηκε έτσι και η χερσόνησος (332,5 τ. χλμ.).… … Dictionary of Greek
Ιωάννης — I (Juan).Όνομα δύο βασιλιάδων της Αραγονίας. 1. I. A’ (1350 – 1395). Βασιλιάς της Αραγονίας (1387 95). Ήταν γιος του Πέτρου Δ’, που άφησε τη διακυβέρνηση του κράτους του στη σύζυγό του, Γιολάνδη. Ο Ι. Α’ προστάτευσε τις τέχνες και τα γράμματα,… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Βυζαντινό Λευκωσίας (Κύπρου) — Το μουσείο στεγάζεται στο Αρχιεπισκοπικό Μέγαρο (πλατεία Αρχιεπισκόπου Κυπριανού). Η ιδέα του Πνευματικού Κέντρου ανήκει στον αρχιεπίσκοπο Μακάριο. Άρχισε να χτίζεται, υπό την επίβλεψή του, το 1972, και έπειτα από πολλές καθυστερήσεις, λόγω… … Dictionary of Greek
Κωνσταντινούπολη — (τουρκ. Istanbul). Πόλη (8.831.805 κάτ. το 2000) της ευρωπαϊκής Τουρκίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (5.220 τ. χλμ., 10.018.735 κάτ.). Είναι χτισμένη στις δύο πλευρές του Κεράτιου κόλπου (τουρκ. Halic) στο στόμιο του Βοσπόρου (τουρκ.… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Βυζαντινό Πεδουλά (Κύπρου) — Λειτουργεί από το 1999 σε μια αίθουσα του παλαιού δημοτικού σχολείου του χωριού, λίγα μόνο μέτρα από το βυζαντινό κατάγραφο ναό του Αρχαγγέλου Μιχαήλ (15ος αι.), που είναι μία από τις εννέα εκκλησίες της Κύπρου που περιλαμβάνονται στον κατάλογο… … Dictionary of Greek
όσσα — I Παράκτιο όρος της ανατολικής Θεσσαλίας, συνέχεια στα Ν του Όλυμπου, από τον οποίο το χωρίζει η διαβρωσιγενής κοιλάδα των Τεμπών, που τη διαρρέει ο Πηνειός. Είναι επίσης γνωστό ως Κίσσαβος. Μια εγκάρσια κοιλάδα χωρίζει την Ό. σε δύο μέρη: στο… … Dictionary of Greek